φούντα

φούντα
η, Ν
1. δέσμη από ίνες, ελεύθερες στο ένα άκρο, θύσανος («φέσι με μαύρη φούντα»)
2. κλαδί με άνθη ή με μπουμπούκια ορισμένων φυτών («μια φούντα βασιλικό»)
3. φρ. «δουλειές με φούντες» — εργασίες ή προβλήματα περίπλοκα, με επικίνδυνες συνέπειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦνδα* «ζώνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φούντα — η (λ. λατ.) 1. θύσανος: Η φούντα του φεσιού. 2. είδος τσαμπιού λουλουδιών με μακριά και απλωμένα ανθικά πλοκάμια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …   Dictionary of Greek

  • παπάζι — και παπάδι, το 1. το πλέγμα που συνδέει τη φούντα με το φέσι 2. η φούντα τού φεσιού και ιδίως τών ναυτικών 3. συνεκδ. το φέσι και ιδίως τών γυναικών 4. ναυτ. στουπί που χρησιμοποιείται για το σφουγγάρισμα τού καταστρώματος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φέσι — Ψηλό, κυλινδρικό και συνήθως κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού. Η χρησιμοποίησή του καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Τούρκους από τον σουλτάνο Ορχάν (1328–30) και διήρκησε έως το 1925, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • φουντωτός — ή, ό, Ν [φουντώνω (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά») 2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο») 3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια») …   Dictionary of Greek

  • λοφίο — το 1. φούντα από φτερά σε κεφάλι πουλιού 2. φούντα από φτερά ή τρίχες σε καπέλο αξιωματικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπάζι — το (λ. τουρκ.), η φούντα του φεσιού και το ίδιο το φέσι: Όταν βάζει το παπάζι με τη φούντα τη χρυσή (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Kombolói — Kombologion is also a subgenus of the gastropod mollusc genus Calliostoma Kombológia of different materials: turquoise, obsidian, Faturan and Yemeni amber Kombolói or kompoloi (Greek: κομπολόι, IPA:  …   Wikipedia

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”